συμφωνίαν

συμφωνίαν
συμφωνίᾱν , συμφωνία
concord
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • Прокл Диадох — Πρόκλος ὁ Διάδοχος Дата рождения: 8 февраля 412(0412 02 08) Место рождения: Византий Дата смерти: 17 апреля …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”